Ο πλούτος και η ποιότητα των προϊόντων του νησιού, στο πέρασμα των αιώνων, έχει δημιουργήσει μια κουζίνα με μοναδική γεύση, φρεσκάδα και γνησιότητα. Η φύση της Λέσβου διαθέτει όλη αυτή την ποικιλία των αναγκαίων πρώτων υλών, καθώς και την ανθρώπινη εμπειρία για τη δημιουργία γεύσεων μοναδικών, που συνδυάζονται με τις εποχές και το φυσικό περιβάλλον του νησιού σε μια εξαιρετική ενότητα.
Ούζο
Το ούζο έχει σχεδόν ταυτιστεί με το νησί. Οι πολλές ποτοποιίες αλλά και η ειδική ποικιλία γλυκάνισου που συναντάται μόνο στο νησί της Λέσβου, επιβεβαιώνουν με τον καλύτερο τρόπο την τοπική παράδοση στην παραγωγή του ούζου.
Ελαιόλαδο
Ασύγκριτο σε γεύση και άρωμα και με τις καλύτερες διατροφικές ιδιότητες, το ελαιόλαδο της Λέσβου είναι ένα αληθινό δώρο της φύσης. Στο νησί υπάρχουν πάνω από 11.000.000 ελαιόδενδρα. Το ελαιόλαδο της Λέσβου χαρακτηρίζεται από τη λεπτόρρευστη υφή, το ελαφρύ χρυσοκίτρινο χρώμα του, το ευχάριστο άρωμα και τη λεπτή διακριτική γεύση. Για την εξαιρετική του ποιότητα, το λάδι της Λέσβου έχει βραβευθεί πολλάκις σε Διεθνείς Εκθέσεις. Στην Καλλονή, βρίσκεται και το πρώτο αγρόκτημα βιολογικής καλλιέργειας που έγινε στην Ελλάδα, το 1990.
Το ελαιόλαδο της Μυτιλήνης είναι μοναδικό στην Ελλάδα. Και αυτό γιατί παράγεται από άλλες ποικιλίες ελιάς από αυτές της υπόλοιπης χώρας. Στα νότια, περί τη Γέρα, κυριαρχεί η κολοβή, στα βόρεια η αδραμυτινή. Η πρώτη παράγει πιο ήπιο λάδι, η δεύτερη λίγο πιο έντονο. Ομως και οι δύο δίνουν λάδι ελαφρύ, γλυκόπιοτο, πολύ αρωματικό και με μοναδικό χρυσαφένιο χρώμα. Είμαστε πολύ μακριά από τα πράσινα πελοποννησιακά λάδια, και σε γεύση και σε όψη.
Η ελαιοπαραγωγή στο νησί δεν σταμάτησε ποτέ, τα τελευταία χρόνια όμως η ποιότητα έχει ανέβει σημαντικά, καθώς τους παλιούς ελαιοκαλλιεργητές διαδέχτηκε μια νέα γενιά ευαισθητοποιημένη στα οικολογικά ζητήματα, που παράγει βιολογικά και τυποποιεί. Εννοείται ότι ακόμη φεύγει λάδι «χύμα», αλλά κερδίζουν έδαφος η τυποποίηση και οι εξαγωγές.
Σε μεγάλο ποσοστό, οι παραγωγοί εξάγουν το λάδι τους κυρίως στις σκανδιναβικές χώρες και στη Γερμανία, καθώς ταιριάζει στις προτιμήσεις τους και δεν είναι τόσο έντονο όσο το λάδι της κορωνέικης ελιάς. Στην εσωτερική αγορά, το λάδι τους πηγαίνει κυρίως στη Θεσσαλονίκη και στην υπόλοιπη βόρεια Ελλάδα. Λίγο φτάνει στην Αθήνα. Ενα άλλο χαρακτηριστικό της Μυτιλήνης είναι ότι οι κλήροι είναι σχετικά μεγάλοι, με μέσο όρο τα 200-300 στρέμματα, που δίνουν κατά μέσο όρο 20-30 τόνους ελαιολάδου στον παραγωγό. Για τα δικά μας δεδομένα, μια σεβαστή ποσότητα.
Ως προς τις υγειοπροστατευτικές του ιδιότητες, που καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο καλλιέργειας, τη συγκομιδή και την ελαιοποίηση, εξαρτώνται συνεπώς και από τον παραγωγό, δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τα άλλα ελληνικά ελαιόλαδα.
Στον «Γαστρονόμο» δοκιμάσαμε φέτος μια σειρά ελαιολάδων από τη Μυτιλήνη και βάσει των αποτελεσμάτων της γευσιγνωσίας μας κάναμε ένα επιτόπιο ρεπορτάζ.
Από τη Γέρα έως την Κώμη
Μέσα στις επιλογές μας από παλιά, το «Ειρήνη» του Νίκου και της Μύρτας Καλαμποκά. Βιοδυναμικοί καλλιεργητές, έχουν κερδίσει σημαντικά διεθνή βραβεία και εξάγουν το μεγαλύτερο ποσοστό της παραγωγής τους στη Νορβηγία, στη Δανία και στη Γερμανία. Από φέτος ξεκινούν και το δικό τους αποκλειστικά βιολογικό ελαιοτριβείο έξω από το Μεγαλοχώρι.
Η «Μερόπη», επίσης στη γειτονιά της Γέρας, με κολοβές ελιές και πολύ καλό λάδι, είναι γνωστή μας από παλιά, καθώς και το πολυβραβευμένοOlvia του Μιχάλη Τζωρτζή στην Κώμη. Από αδραμυτινές κυρίως ελιές το τελευταίο, ελαιοποιείται σε ιδιόκτητο ελαιοτριβείο με τις αυστηρότερες προδιαγραφές.
Το ελαιόλαδο «Βρανάς» της «Γαία» το δοκιμάσαμε ξανά και εξακολουθεί να κρατάει τα στάνταρ της εταιρείας. Πολύ υψηλής ποιότητας, με αρώματα κόκκινα και πράσινα (ντομάτας και χόρτων), βρίσκεται πλέον και στην ελληνική αγορά. σε μικρή βέβαια ποσότητα. Υπεύθυνος για την παραγωγή του, ο Δημήτρης Πρωτούλης, του οποίου τα δύο ελαιοτριβεία (το νέο στο Μεγαλοχώρι και το παλιό πέτρινο στον Τρύγονα) ελαιοποιούν πολύ καλής ποιότητας ελαιόλαδα, μεταξύ των οποίων και το δικό του, το Aegean Gold – πολύ καλό λάδι και επίσης βραβευμένο. Εκεί ελαιοποιείται από γερμανική εταιρεία και ένα «γερμανικό» (διάβαζε μυτιληνιό) ελαιόλαδο υψηλής ποιότητας, το «Jordan».
Παλιοί και νέοι γνώριμοι
Φέτος γνωρίσαμε και τέσσερα ακόμα ελαιόλαδα, που τα βρήκαμε ψάχνοντας όχι τα παντοπωλεία, αλλά τα…διεθνή βραβεία. Η Acaia είναι ένα ελαιόλαδο έντονο για τα δεδομένα του νησιού, καλά ισορροπημένο, ενδιαφέρον ως προς τα αρώματά του. Παράγεται από ελληνική εταιρεία και το παράξενο όνομά του οφείλεται στα αρχικά του ονόματος των παιδιών των κύριων μετόχων.
Το Κτήμα Γέρας του Γρηγόρη Γλιγλή δεν είναι καινούργιο λάδι. Βιολογικό, βραβεύεται όπου και αν εμφανιστεί στο εξωτερικό και στην Ελλάδα. Παράγεται σ’ ένα μαγικό βιολογικό κτήμα με ωραία πέτρινα κτίσματα, νερό δικό του και λεβάντες για φυσική προστασία της ελιάς. Αυτό κάνει τον τόπο να μοσχομυρίζει, μαζί βέβαια με τις πορτοκαλιές. Αλλά μέχρι και άγριο δυόσμο βρήκαμε (ξέρετε, αυτόν που βάζουν στο μοχίτο), που έχει μια μυρωδιά δυόσμου και γλυκάνισου μαζί.
Το «Γέρας» ελαιοποιείται στο ελαιοτριβείο του Μιχάλη Χατζηγιαννάκη. Ενα πέτρινο παλιό κτίριο με μαρμάρινη οθωμανική κτητορική επιγραφή, πολύ σωστά αναστηλωμένο και πολύ όμορφο. Το ίδιο «όμορφο» και το λάδι του Μιχάλη Χατζηγιαννάκη, το «Πόρτο Γέρας», επίσης βιολογικό, επίσης βραβευμένο στο εξωτερικό.
Αφήνω τελευταίο το Evo3 (Evo, σύντμηση του evolution), καθώς είναι το νεότερο στην τυποποίηση, γιατί ο Στρατής Καμάτσος, ο παραγωγός του, είναι νεότατος και θέλει να τα κάνει όλα σωστά και από την αρχή. Στα κτήματά του, όμως, μας ξενάγησε ο πατέρας του Γιώργος Καμάτσος, γιατρός, που πέρασε την επαγγελματική του ζωή στην Αμερική και επέστρεψε για να ζήσουν τα παιδιά του στην Ελλάδα. Η κόρη του έγινε καθηγήτρια πανεπιστημίου και συγγραφέας, ο μεγάλος του γιος γιατρός, αλλά το στερνοπαίδι του, ο Στρατής, δεν άφησε την πατρική και μητρική κληρονομιά ανεκμετάλλευτη.
Εν συντομία αυτά είναι τα λάδια που είδαμε φέτος στη Μυτιλήνη. Δεν εξαντλούμε όλους τους παραγωγούς καλών λαδιών του νησιού. Θα έχουμε πάντα ανοιχτές παρτίδες, καθώς το «πνεύμα» που πνέει στο νησί είναι στη σωστή κατεύθυνση. Ποιότητα, εξαγωγές, συνεργασία.
Που τα βρίσκουμε:
- Ειρήνη: Με τηλεφωνική παραγγελία στον παραγωγό (Τ/22520-32.875), στην ιστοσελίδα www.eirini-oliveoil.gr και στα duty free
- Βρανάς: Στο Yoleni’s
- Γέρας: Στις 4 εποχές, στο Περί Λέσβου, στο Nora’s deli
- Κτήμα Γέρας: Στο πωλητήριο του Μουσείου Βρανά στη Μυτιλήνη (Παπάδος, Γέρα, Τ/22510-82.007) και σε άλλα καταστήματα στο νησί.
- Μερόπη: Στο Περί Λέσβου
- Αcaia: Στο σούπερ μάρκετ Θανόπουλος
- Aegean Gold: Παραγγελία μέσω ίντερνετ στην ιστοσελίδα www.protoulis.gr
- Evo3: Στα καταστήματα Κάμπος biomarket, Φιλελλήνων 2 και Μητροπόλεως, Σύνταγμα, Τ/210-32.52.731, Γεύσεις Ελλάδος θησαυροί, Γούναρη 10, Πειραιάς, Τ/210-41.76.282, Το μαγαζάκι που σε ’λεγα, Πατρ. Ιωακείμ 26, Θεσσαλονίκη, Τ/2314-025.813
Σαρδέλες Καλλονής
Πασίγνωστη σε όλο τον κόσμο η σαρδέλα Καλλονής, με τη γεύση της να κατακτά κάθε χρόνο περισσότερους οπαδούς. Είτε φρέσκες, στις παραδοσιακές ψαροταβέρνες δίπλα στη θάλασσα, είτε παστές οι σαρδέλες Καλλονής, δικαιώνουν τη φήμη τους.
Θαλασσινά
Περίοπτη θέση στις γαστρονομικές συνήθειες της Λέσβου έχουν από την αρχαιότητα τα κάθε λογής θαλασσινά και οστρακοειδή που αλιεύονται καθημερινά από τα ψαροκάικα του νησιού, τα οποία, παστωμένα ή μη, είναι ο ιδανικός μεζές για ούζο. Τα χτένια, τα κυδώνια, η παστή σαρδέλα Καλλονής ή παπαλίνα, οι κουτσομούρες αποτελούν ένα μικρό δείγμα της ποικιλίας που προσφέρει το νησί.
Ζυμαρικά
Παραδοσιακά ζυμαρικά, φτιαγμένα με πρόβειο ή κατσικίσιο γάλα, φρέσκα αυγά, ελαιόλαδο και σταρένιο αλεύρι αποτελούν μία ακόμη γαστριμαργική απόλαυση. Ο τραχανάς, οι χάχλες (τραχανάς πλασμένος), το κριθαράκι, οι γιουφκάδες (είδος χυλοπίτας) είναι ασυναγώνιστα σε γεύση και ποιότητα.
Μανιτάρια
Τα μανιτάρια αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο του οικοσυστήματος της Λέσβου. Σήμερα έχουν ταυτοποιηθεί στο νησί πάνω από 150 είδη μανιταριών, ενώ εκτιμάται ότι μια ενδελεχής έρευνα θα καταγράψει πάνω από 1.000 είδη. Οι αμανίτες (τοπική ονομασία μανιταριών) πωλούνται, αλλά και σερβίρονται, σε όλα σχεδόν τα κέντρα εστίασης του νησιού.
Όσπρια
Στη Λέσβο τα όσπρια καλλιεργούνται σε περιορισμένες ποσότητες, αλλά οι συνταγές με όσπρια εξακολουθούν να κατέχουν πολύ σημαντική θέση στη κουζίνα του νησιού. Ρεβίθια, κουκιά, φασόλια, λαθούρι, φακές είναι τα όσπρια που διαμορφώνουν την τοπική γαστρονομία.
Το πιο διάσημο όσπριο του νησιού είναι το μικρόκαρπο ρεβίθι Λισβορίου. Το κλίμα, το έδαφος, το νερό και κυρίως η τοπική ποικιλία ρεβιθιού που καλλιεργείται δίνει γλυκά και βραστερά ρεβίθια, τόσο νόστιμα που γίνονται και γλυκό του κουταλιού. Στη Λέσβο τα μαγειρεύουν λεμονάτα σαν σούπα και φτιάχνουν επίσης, το ρεβυθάτο, με μοσχάρι και ντομάτα. Τα ρεβίθια συμμετέχουν και στο κισκέκ ή κισκέτσι, το τελετουργικό, παραδοσιακό φαγητό που σερβίρεται σε πανηγύρια, γάμους και μεγάλες συναθροίσεις στο νησί.
Κρασί
Τα κρασιά της Λέσβου ήταν περιζήτητα από την αρχαιότητα, με τον ποιητή Αρίσταρχο να εκθειάζει τον «γλυκύχυμον και ευωδέστατον» οίνο της Λέσβου και να τον αποκαλεί «αμβροσίαν». H γηγενής ερυθρή ποικιλία του λεσβιακού Κρασοστάφυλου καλλιεργείται στον κρατήρα του ηφαιστείου που δημιούργησε το Απολιθωμένο Δάσος του νησιού. Στο βορειοδυτικό τμήμα επίσης, στην περιοχή Μάκαρα, καλλιεργούνται οι ποικιλίες με την ονομασία Φωκιανό (Ρικαρά), Καλλονιάτικο και Μοσχάτο (Μυρωδάτο). Στην ορεινή περιοχή Μεγαλοχωρίου Πλωμαρίου και στον Καρυώνα Σκοπέλου Γέρας καλλιεργείται η ποικιλία Μανδηλαριά (Γντούρα & Βάψα), Αθήρι, Ασύρτικο και Μοσχάτο λευκό.
Αλάτι
Το πολύτιμο αυτό προϊόν εδώ και αιώνες παράγεται στη Λέσβο, στις Αλυκές της Καλλονής, στο εσωτερικό του ομώνυμου κόλπου και στις Αλυκές στη Σκάλα Πολυχνίτου.
Οι Αλυκές έχουν συνδεθεί άμεσα με την τοπική πρωτογενή παραγωγή και γαστρονομία και κατ’ επέκταση με την οικονομία της Λέσβου. Το μαύρο, ακατέργαστο, αλάτι, ήταν το απαραίτητο συστατικό για τη διατήρηση του ελαιοκάρπου στις μπατές, τις ειδικές αποθήκες ελιάς, μέχρι να φτάσει η ώρα της σύνθλιψής του στα ελαιοτριβεία. Στο ντόπιο αλάτι επίσης, βασίστηκε και η δημιουργία των περίφημων αλίπαστων του νησιού, όπου ολόφρεσκα ψάρια παστώνονται και τυποποιούνται μέσα σε κουτιά από λευκοσίδηρο για να διατηρήσουν την νοστιμιά τους όλο το χρόνο και να ταξιδέψουν στα πέρατα του κόσμου.
Αλάτι με διάφορα βότανα, συσκευασμένο σε μικρά γυάλινα βαζάκια υπάρχουν στα πωλητήρια των γυναικείων συνεταιρισμών, αλλά και σε πολλά μπακάλικα.
Τυρί
Η ιδιαίτερη γεύση και ποιότητα των τυροκομικών τα ανάγει σε προϊόντα αναγνωρίσιμα σε διεθνές επίπεδο. Χαρακτηριστικό είναι ότι από τα είκοσι είδη τυριών ΠΟΠ που έχει σήμερα η Ελλάδα, τρία φτιάχνονται στη Λέσβο: το λαδοτύρι, το κασέρι Ερεσού και η φέτα.
Μέλι
Ευρέως γνωστό είναι και το θυμαρίσιο μέλι που συναντάται σε κάθε σημείο του νησιού. Επιπλέον, το πευκόμελο (πευκοδάσος Καλλονής), αλλά και το ανθόμελο είναι γεύσεις επίσης διαδεδομένες.
Βότανα
Στην Λέσβο τα βότανα και τα αρωματικά φυτά αποτελούν πολύτιμη πηγή τροφής, φαρμάκων και καλλυντικών. Ενδεικτικά, κάποια από τα βότανα που βρίθουν στο νησί της Λέσβου είναι η ρίγανη, το φασκόμηλο, το θυμάρι, η ματζουράνα, ο θρύπος ή θρούμπα, το φλισκούνι, το χαμομήλι, το τσάι του βουνού, το δενδρολίβανο, το κάρδαμο, ο μάλαθρος, η μολόχα, κ.ά.
Γλυκά
Τα σπιτικά γλυκά του κουταλιού από τα εποχιακά φρούτα, καθώς και το ελληνικό καφεδάκι προσφέρονται στον επισκέπτη μέσα στο πνεύμα της νησιωτικής φιλοξενίας, ενώ οι παραδοσιακοί μπακλαβάδες, τα αμυγδαλωτά και τα τσουρεκάκια δε λείπουν από κανένα σπιτικό τις ημέρες των εορτών.
Και, εκτός απ’ αυτά, μέλι, μαρμελάδες, σάλτσες, παξιμάδια, από μικρές οικοτεχνίες και θαυματουργούς γυναικείους συνεταιρισμούς, θα νοστιμίσουν την περιδιάβαση στη Λέσβο.