To ρήγμα της Λάρσου, με διεύθυνση Α-Δ είναι ένα από τα ενεργά ρήγματα της Λέσβου. Αποτελεί τεκμήριο των πρόσφατων γεωλογικών μεταβολών που διαμόρφωσαν τη σημερινή μορφή του αναγλύφου της Λέσβου σχηματίζοντας τις ελώδεις περιοχές του δέλτα του ποταμού Ευεργέτουλα.
Τα ρήγματα δημιουργούνται όταν οι τάσεις που αναπτύσσονται στα πετρώματα του φλοιού της γης υπερβούν το όριο αντοχής του πετρώματος, με αποτέλεσμα αυτά να σπάσουν. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται σχετική κίνηση και μετατόπιση των δύο τεμάχων του φλοιού, εκατέρωθεν της επιφάνειας του ρήγματος.
Τα ρήγματα δημιουργούν έντονο μορφολογικό ανάγλυφο στην επιφάνεια της γης και εμφανίζονται ως απότομες μορφολογικές επιφάνειες πάνω στις οποίες διακρίνεται πολλές φορές η λειασμένη, από την τριβή, επιφάνεια του ρήγματος.
Χαρακτηριστική είναι η απότομη μορφολογική αναβαθμίδα και η εντυπωσιακή κατοπτρική επιφάνεια του ρήγματος της Λάρσου, με λειασμένες επιφάνειες πάνω στις οποίες έχουν χαραχθεί τα ίχνη της τεκτονικής ολίσθησης του κομματιού που έχει βυθισθεί. Πρόκειται για χαρακτηριστικές γραμμώσεις (χαρακιές) που δείχνουν τη διεύθυνση της σχετικής κίνησης των δύο τεμαχών που κινήθηκαν εξαιτίας της σεισμικής δραστηριότητας στην περιοχή.
Το ρήγμα της Λάρσου δημιουργήθηκε όταν το τέμαχος πάνω στο οποίο διέρχεται σήμερα ο οδικός άξονας Μυτιλήνης – Καλλονής, κατέβηκε σε σχέση με το άλλο το οποίο αποτελεί σήμερα τον χαρακτηριστικό «κομμένο», από το ρήγμα, λόφο της περιοχής.
Πρόσφατα ανακαλύφθηκαν στην περιοχή από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Λέσβου αρχαιολογικά τεκμήρια που συνδέονται πιθανά με ισχυρό σεισμό ο οποίος έλαβε χώρα στην περιοχή κατά τον 8ο αιώνα πΧ.
Στην επιφάνεια του ρήγματος της Λάρσου χαράχτηκε κατά την ρωμαϊκή περίοδο κανάλι μεταφοράς νερού που αποτελεί τμήμα του ρωμαϊκού υδραγωγείου μήκους 27 χιλιομέτρων που ξεκινάει από τις παρυφές του Ολύμπου και μετέφερε νερό για την ύδρευση της Μυτιλήνης.