Η Αγιάσος είναι ορεινή κωμόπολη που βρίσκεται στο εσωτερικό του νησιού σε απόσταση 27 χιλιομέτρων από την πόλη της Μυτιλήνης. Ο παραδοσιακός οικισμός είναι χτισμένος σε υψόμετρο 460 μέτρων, στις πλαγιές του όρους Όλυμπος και διατηρεί στοιχεία της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής αλλά και του ιδιόμορφου πολεοδομικού – ρυμοτομικού σχεδίου.
Η περιοχή αρχικά ήταν πόλος έλξης λόγω της εικόνας της Παναγιάς που μετέφερε ο ιερωμένος των ανακτόρων Αγάθων, προερχόμενος από τα Ιεροσόλυμα, στα τέλη του 803 μ.Χ. Η σκήτη εξελίχθηκε σε μοναστήρι και η φήμη του ξεπέρασε τα όρια όχι μόνο της περιοχής αλλά και του νησιού. Όταν το 1701 η Αγιάσος απαλλάχτηκε με σουλτανικό φιρμάνι από την καταβολή φόρων, η συρροή του κόσμου από γειτονικές περιοχές ήταν εντυπωσιακή. Επειδή όμως η περιοχή γύρω από το μοναστήρι δεν προσφερόταν για κατοίκηση, χτίστηκε το νέο μοναστήρι στην θέση που είναι σήμερα η εκκλησία της Παναγίας και το χωριό άρχισε να οργανώνεται περιμετρικά σε σχήμα χωνιού.
Οι περισσότεροι οικισμοί της Λέσβου είναι σκαρφαλωμένοι σε πλαγιές βουνών και οι κύριοι δρόμοι ακολουθούν τις υψομετρικές καμπύλες του εδάφους ενώ οι δευτερεύοντες είναι κάθετοι σε αυτές. Αυτή η τυπική διάταξη δεν ισχύει στην περίπτωση της Αγιάσου καθώς οι κεντρικοί είναι κάθετοι προς τις υψομετρικές καμπύλες οι οποίοι οδηγούν προς το κέντρο του οικισμού και τον ναό της Παναγιάς. Η εκκλησία βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο του οικισμού ο οποίος αναπτύσσεται περιμετρικά σε μορφή λεκάνης.
Η ιδιόμορφη αυτή ρυμοτομία καθόρισε και τον τρόπο δόμησης της Αγιάσου. Οι απότομες κλίσεις υπαγορεύουν για λόγους στατικότητας τη διαμόρφωση στενομέτωπων σπιτιών με τέτοιο τρόπο ώστε οι τοίχοι τους να δημιουργούν αντιστήριξη ο ένας με τον άλλο. Οι απότομα ανηφορικοί δρόμοι φιλοξενούν στην μέση ένα αυλάκι (λαγκάδ) για να διευκολύνεται το ξενέρισμά τους. Το συνεχές οικοδομικό σύστημα χωρίς κενούς χώρους δίνει τον αστικό χαρακτήρα του οικισμού με χαρακτηριστικό στοιχείο τα κτίσματα που βρίσκονται στις οξείες γωνίες των αξόνων κυκλοφορίας.
Όπως προαναφέρθηκε επειδή οι αυλές απουσιάζουν, το πράσινο εντοπίζεται στα μπαλκόνια των κτισμάτων και γεφυρώνει τους δρόμους, που για τους Αγιασώτες είναι χώροι «ζωής». Στην κεντρική πλατεία που βρίσκονται τα καφενεία και καθώς το επιτρέπει η μορφολογία του εδάφους τα κτίσματα είναι με τέτοιο τρόπο διαμορφωμένα ώστε να ενοποιούν τους εσωτερικούς με τους εξωτερικούς χώρους μέσω μεγάλων ανοιγμάτων που κλείνουν με τζαμωτά.
Η αρχιτεκτονική παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τα κτίσματα της μικρασιατικής ακτής τόσο λόγω των οικοδομικών υλικών όσο και των τρόπων κατασκευής. Τα κυριότερα παραδοσιακά υλικά, η πέτρα και το ξύλο, προέρχονται είτε από ντόπιες πηγές είτε από την απέναντι ακτή. Οι ανάγκες για οικοδομικά υλικά καλύπτονταν σε μεγάλο βαθμό από το νησί καθώς τα ηφαιστειακά πετρώματα του βορείου τμήματος (σε μορφή τόφφων) έχουν συμπαγή σύσταση και ποιότητα, που τα κάνει κατάλληλα για επεξεργασία και το ξύλο το προμηθεύονται από τα πλούσια δάση του νησιού (πεύκα, καστανιές, λεύκες, κυπαρίσσια).
Η πέτρα χρησιμοποιούνταν στα θεμέλια και στην κατακόρυφη φέρουσα κατασκευή. Οι εξωτερικοί τοίχοι είναι κατασκευασμένοι από λιθοδομή ενώ μερικές φορές παρεμβάλλονται στρώσεις από τούβλα κατά το βυζαντινό πρότυπο. Ο τελευταίος όροφος είναι πιο ελαφρύς καθώς κατασκευάζεται από μπαγδατί ενώ για τα κονιάματα χρησιμοποιούνταν ο ασβέστης, η άμμος, ο πηλός και το κουρασάνι.